καταχανάς

καταχανάς
ο (Μ καταχανάς)
κακοποιό δαιμόνιο, βρικόλακας
νεοελλ.
μτφ.
1. άπληστος άνθρωπος
2. εφιάλτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < *κατα-χωνάς με αφομοίωση < καταχώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταχανεύω — [καταχανάς] γίνομαι βρικόλακας, βρικολακιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”